Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρύφαξ — ακος, ὁ, Α τρυφηλός, μαλθακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφή + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. στόμφ αξ, χαύν αξ)] … Dictionary of Greek
τρύφακες — τρύφαξ a wanton masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)